Ένα ποίημα για παιδάκια
Το λουλουδάκι
περίμενε τη μέλισσα
κι η μέλισσα δεν ήρθε.
Έστειλε μόνο
με τον αγέρα μήνυμα
να μην ελπίζει
δε θέλει άλλα φιλιά
και πως όλα τέλειωσαν.
Ο αγέρας τότε
κοντοστάθηκε για λίγο
έβγαλε το καπέλο του
κατέβασε τα μάτια
κι ύστερα δίχως λέξη
σηκώθηκε γι' αλλού.
Έτσι είναι
είπε το λουλουδάκι γέρνοντας
το μέλι και το κρύο φιλί
είναι πάντα του ανέμου
είναι του ταχυδρόμου.
Το γράμμα
Στην τσέπη τού παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδα φυστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες τού κρύου
νύχτες απ' την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές τού μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ' τις γραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.
Τις Κυριακές με Τζέιμς Μποντ Εδώ τις Κυριακές ίδια ταινία «Ο Τζέιμς Μποντ εργάζεται στα ξένα». Στο πρώτο μέρος ο ήρωας κοιτάζει πεταλούδες κι αερόπλανα θυμάται φοράει πολύχρωμα φουστάνια δεν του πολυπάνε μ' αυτά πετάει ψηλά και μας πυροβολεί γυναίκες κλαίνε από χαρά εκείνος τους φωνάζει τ' όνομά του «Είμαι ο Μποντ» όταν ανάψει διάλειμμα μοιράζει σοκολάτες στους διαβητικούς μετά σβήνει το φως στο μέρος Βον και πάλι μας πυροβολεί εμείς είμαστε αθάνατοι THE END. Δευτέρα ξημερώματα βάζει την άσπρη μπλούζα σκίζει σε πρόχειρα πανιά τη μαύρη οθόνη μέχρι την άλλη Κυριακή σκουπίζει το αίμα. | |
Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε που και που
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί - ξεχασμένοι έστω-
εκεί έρχεται το μαντάτο τους.
Οι καλοί ποιητές μας φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά.
Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.
Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ' όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή
κι αποτεφρώνονται.
Αναπήρων πολέμου
Είπες να κλείσουμε το φως.
Όμως αν τύχει και κοπεί το ρεύμα
και δεν πάρουμε είδηση
και μείνω ή μείνεις μέσα στο δωμάτιο
μόνος αγωγός του ηλεκτρισμού;
Άσε αναμμένο σε παρακαλώ
αυτό το σίγουρο σκοτάδι.
Σβήσε το φως.
Δε θα σου πω
δε θα μου μάθεις
πώς θα σκυλέψουμε
ελευθερία ή θάνατο.
Γρίλιες λοξές
κάγκελα της κοιλιάς σου.
Αργά διαλύονται
σα θαύμα με το βράδυ.
Έτσι γλυκά
αλλάζω φυλακή.
Εσύ με το κορμί μου
στο σκοτεινό εργαστήρι μας
της αγγειοπλαστικής.
Εγώ μ' ένα κερί
έξω απ' την πόρτα
αναποφάσιστος. [...]
Τι εμοί και σοί γύναι ; Στο γάμο της Κανά υστερήσαντος του οίνου τόλμησα να πω κι εγώ μια γνώμη για το κρασί. Σου θύμιζα έτσι μόνο για μια φορά την ύπαρξη μου τη θυσία της άμωμης σύλληψης την αξιοπρέπεια του Ιωσήφ τα λίγα ταπεινά που μια παρθένα κι ένας ξυλουργός μπορούσαν να διδάξουν σ' ένα νήπιο έστω και θείο. Αργότερα μας πίκρανες με τη φυγή Σου κανένα μήνυμα δεν πήραμε για χρόνια ώσπου όταν γύρισες λαμπρός ήσουν απόμακρος σαν να 'χες κάτι από θεό. Ύστερα ήρθαν τα μαρτύρια οι προπηλακισμοί κι η σταύρωση Σου — σταύρωση και για μένα όπως ή ανάσταση Σου και δική μου ανάσταση. Αν όμως τόσους αιώνες βλέπεις σε κάθε εικόνα μας να Σε κρατώ στην αγκαλιά μου λυπημένη δεν είναι μόνο ο πόνος για τα εγκόσμια βάσανα Σου όσο η απέραντη πικρία για κείνο το εν Κανά: «Γυναίκα, τι σχέση έχω με σένα Εγώ;» — πικρία όχι Θεομήτορος όχι αγίας καν μονάχα μάνας. Υποψίες περί τα όργανα της τάξεως Κινήσεις ὕποπτες, μικροσυνωμοσίες. Ἡ τάξη τῶν ὀργάνων μου ἀταξία παιδιῶν τήν ὥρα τοῦ μαθήματος. Ἐγώ, ὁ δάσκαλος. Δέν ἐξετάζω χτεσινά πάντα ζητῶ ἀποστήθιση στό παρακάτω. Νεφρούς καί καρδία συκώτι ἐτάζω καί πνεύμονες. Ὅλα τους διαβασμένα· μόλις ρωτήσω ἄγνωστο, νεράκι. Ἔτσι τό κρύβουν τό ἄγνωστο γιατί εἶναι πάντα παρακάτω. Τέτοιοι δαίμονες. Ἀλλά κι ἐγώ συχνά τούς βάζω αἰφνίδια διαγωνίσματα: Ἀμέσως τώρα βγάλτε μιά διπλή κόλλα χαρτί. Ζήτημα πρῶτο: αἶμα, γενική αἵματος. Δεύτερο: ζάχαρο, οὐρία, κρεατινίνη. Δέκατο κι εἰκοστό. Μέ ταχύτητα καθιζήσεως δώστε μου τίς κόλλες. Ἄριστα ὅλες· σάν μικροῦ παιδιοῦ. Μετά, χαϊδεύω τά ὄργανα στά κεφαλάκια τους. Κι ἄς μέ μισοῦν στήν ἴδια τάξη χρόνια χωρίς διάλειμμα κι ἄς εἶναι σίγουρο πώς κάποιο θά δώσει μιά μέρα τό σύνθημα καί σηκωτόν ὅλα μαζί θά μέ πετάξουν ἔξω ἀπό τήν τάξη – στό προαύλιο πού δέν ὑπάρχει. Πιάνο βυθού Αυτές οι νότες που σας στέλνω με την άνωση δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον. Απ’ τον καιρό του ναυαγίου που αργά μας σώριασε τους δυo ως κάτω στον βυθό σαν βάρος έκπληκτο το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος μια υπόκωφη επίπλωση βυθού ένα λουλούδι εξωτικό ή ένα τεράστιο όστρακο φωλιά ιπποκάμπων διάδρομος ψαριών που όλο απορούν μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου. Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες σαν ντο και σολ και μι μη φανταστείτε μουσική είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται πιέζει κι ανεβαίνει. Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε. το πιάνο μου κι εγώ είμαστ’ εδώ πολύ καλά εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου και ιδίως μακριά επιτέλους από κάθε προοπτική πνιγμού. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου