Χθες στο Αγρίνιο είχα τη τύχη να παρακολουθήσω τον καθηγητή Βασίλειο Μαρκεζίνη σε διάλεξη για την Ελλάδα των Κρίσεων που είναι και ο τίτλος του τελευταίου του βιβλίου. Τον παρακολουθώ και τον διαβάζω πολλά χρόνια τώρα και ειλικρινά αισθάνομαι υπερήφανος που αυτός ο άνθρωπος είναι Έλληνας, συμπατριώτης μας. Η αναγνώρισή του είναι παγκόσμια, έχει διδάξει ή διδάσκει στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου σε Αγγλία, όπου η βασίλισσα του απένειμε τον τίτλο του Σερ για τις υπηρεσίες του στη νομική επιστήμη, στη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Αμερική, μεταξύ των οποίων, Κέμπριτζ. Οξφόρδη, Σορβόνη, Τέξας.
Ακαδημαϊκός στην Ελλάδα, την Αγγλία, την Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιταλία και την Αμερική, συγγραφέας κοντά σαράντα βιβλίων σε πολλές γλώσσες αλλά και σύμβουλος της Βασίλισσας της Αγγλίας και στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος δεν έχει κριθεί κατάλληλος για αξιοποίηση από καμία ελληνική κυβέρνηση μέχρι τώρα. Ο αντίστοιχος καθηγητής Νταβούτογλου πολύ μικρότερου βεληνεκούς από τον Μαρκεζίνη, είναι υπουργός των εξωτερικών της Τουρκίας και εμπνευστής της επιτυχημένης εξωτερικής πολιτικής των Τούρκων. Αλλά που να σκεφτούμε εμείς τον Μαρκεζίνη όταν είχαμε τον ...τιτάνα της διπλωματίας Δρούτσα για υπουργό!
Παραθέτω ένα από τα σχετικά τελευταία του άρθρα με το οποίο συμφωνώ απόλυτα και να ευχηθώ ολόψυχα να τον δούμε σύντομα στη πολιτική σκηνή του τόπου μας!
Δέκα Σκέψεις για να μην Πεθάνουμε
Σαν προφήτης στην έρημο, περιγράφω και καιρό τα προβλήματα της χώρας μας και, ενώ τα κείμενά μου διαβάζονται από πολυάριθμους αναγνώστες, κανένας Έλληνας πολιτικός δεν έχει θελήσει να ακολουθήσει τις συμβουλές μου, φοβούμενος ίσως –αλλά δυστυχώς– το πολιτικό κόστος. Είναι πλέον σαφές πως μόνον ο λαός μπορεί να σώσει τη χώρα από την άβυσσο. Για να γίνει αυτό, όμως, ο λαός πρέπει να γνωρίζει την αλήθεια – όσο κι αν η αλήθεια, αντίθετα με τα ψέματα, πονάει. Ιδού, λοιπόν, η δική μου εκδοχή της αλήθειας, με τη μορφή δέκα προτάσεων...
1. Στο τελευταίο μου βιβλίο, Η Ελλάδα των Κρίσεων, ανέλυσα τις πέντε κρίσεις μας –την οικονομική, τη διπλωματική, τη μεταναστευτική, τη μειονοτική αλλά και την κρίση αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου– και τόνισα, όσο κανείς άλλος, ότι οι κρίσεις αυτές είναι αλληλένδετες. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό καθιστά τη θέση της χώρας μας πολύ διαφορετική και πολύ πιο επισφαλή από της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, οι οποίες συχνά μνημονεύονται ως ανάλογες περιπτώσεις, ενώ δεν είναι.
2. Όσο ολέθριες κι αν είναι οι οικονομικές μας ασωτίες, η κακή υπόληψη των πολιτικών μας είναι ο παράγοντας που ενδέχεται μια μέρα να πυροδοτήσει ακραίες εσωτερικές αντιδράσεις, κατά τον ίδιο τρόπο που έχει καταβαραθρώσει την αξιοπιστία μας στο εξωτερικό. Ο πολιτικός και ο δημοσιογραφικός κόσμος της χώρας μας υποκρίνονται ότι το πρόβλημα είναι «κατασκευασμένο», ο λαός, όμως, συνειδητοποιεί όλο και πιο έντονα ότι το πρόβλημα είναι απολύτως πραγματικό.
3. Στη διένεξη εντάχθηκαν πρόσφατα μερικοί πανεπιστημιακοί μας, οι οποίοι εστίασαν τη συζήτηση στη συνταγματική μεταρρύθμιση. Αν και είναι καθ’ όλα θεμιτή και ορθή, η λογική αυτή μπορεί να μας οδηγήσει σε έναν ατέρμονα δαίδαλο χρονοβόρων νομικών συζητήσεων. Ως εκ τούτου, δεν είναι αυτή η κατάλληλη η στιγμή για να αναδείξουμε το εν λόγω ζήτημα ως το πλέον επιτακτικό. Παρότι η χώρα μας έχει να ωφεληθεί από τις τρέχουσες διαβουλεύσεις για τις ανησυχίες και τα δεινά της, αν χρειάζεται κάτι επειγόντως είναι ανθρώπους που θα την κυβερνήσουν με τιμιότητα, ικανότητα και σύνεση. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να προέλθουν από τις τάξεις των Ελλήνων μέσης ηλικίας, οι οποίοι έχουν ήδη αποδείξει την αξία τους στη ζωή – και επ’ ουδενί λόγω από τους κύκλους που μας έφεραν στο χείλος του γκρεμού.
4. Στρεφόμενοι στην οικονομική κρίση, οφείλουμε όλοι να καταλάβουμε ότι στα ζητήματα αυτά δεν υπάρχει «μία λύση». Όποια λύση κι αν υιοθετήσουμε, θα έχει και κόστος και οδυνηρές συνέπειες. Γι’ αυτό, άλλωστε, είμαι πεπεισμένος ότι το «κούρεμα», που προχωρά ήδη μυστικά, θα γίνει μια μέρα και ανοικτά, προκειμένου να καθησυχαστούν οι αγορές. Σε συνδυασμό με τον πραγματικό –και όχι τον πλασματικό, που καταστρώνεται σήμερα– περιορισμό του αδρανούς κρατικού μηχανισμού, τα μέτρα μπορεί να οδηγήσουν σε παρατεταμένη εσωτερική αστάθεια, μείωση της εθνικής κυριαρχίας ή ακόμη και αιματοχυσίες. Οι κίνδυνοι αυτοί θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποφευχθούν, εάν ο λαός πειστεί ότι αυτοί που τα προτείνουν α) πιστεύουν ειλικρινά στην ορθότητά τους και β) είναι τίμιοι και δεν θα τα εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος. (Τούτο μας οδηγεί στην έβδομη πρόταση, κατωτέρω.)
5. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η αμυδρή ελπίδα ότι οι κρίσεις θα οδηγήσουν σε ειρηνικές διαδηλώσεις του είδους που βλέπουμε στην Πλατεία Συντάγματος και αλλού στη χώρα μας. Οι διαδηλώσεις αυτές θα αποδειχθούν θετικές εφόσον α) παραμείνουν ακομμάτιστες∙ β) δεν εισχωρήσουν σε αυτές παράγοντες ή προβοκάτορες της κυβέρνησης∙ γ) παραμείνουν ειρηνικές∙ δ) αποκτήσουν σύντομα συγκεκριμένους και εφικτούς στόχους. Οι απόπειρες των κομμάτων να «χρωματίσουν» το Κίνημα του Συντάγματος θα μπορούσαν να σκοτώσουν την «Ελληνική Άνοιξη» και να επιβάλουν εκ νέου την καταστροφική κομματική κυριαρχία στις συνειδήσεις και τις κινήσεις των αγανακτισμένων. Τέλος, για να επιβιώσει αυτό το ευπρόσδεκτο –πιστεύω– νεανικό κίνημα, πρέπει τουλάχιστον να δεκαπλασιαστεί σε μέγεθος και να μετασχηματίσει εποικοδομητικά τη λογική των συνεχών συζητήσεων, που φαίνεται να επικρατεί σήμερα.
6. Εάν πραγματωθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες, το ειρηνικό αυτό κίνημα θα μπορούσε ακόμη και να ρίξει την κυβέρνηση – πράγμα που έχει ήδη καθυστερήσει να γίνει. Πάντοτε, όμως, το κίνημα θα πρέπει να θυμάται μέχρι πού μπορεί να φτάσει, υπό την παρούσα μορφή του. Διότι, παρόλο που οι ειρηνικοί διαδηλωτές μπορούν να ανατρέψουν κυβερνήσεις ή ακόμη και έναν ολόκληρο πολιτικό κόσμο, δεν μπορούν, ως μάζα, να αναλάβουν το καθήκον της κυβέρνησης.
7. Έτσι, για το επόμενο βήμα θα χρειαστεί να εμφανιστεί ένας νέος ηγέτης, ο οποίος, όμως, εξακολουθεί σήμερα να απουσιάζει. Η ανάδυση ενός ηγέτη, όπως συνέβη με τον Βενιζέλο το 1910 και τον Βάτσλαβ Χάβελ στην Τσεχοσλοβακία τη δεκαετία του 1990, αποτελεί γεγονός απροσδιόριστο και απρόβλεπτο. Οι πολίτες πρέπει να το καταλάβουν αυτό, μια και ανέκαθεν αυτό υποδείκνυε η ιστορία. Χωρίς «ηγέτη», οι ομάδες αυτού του είδους μπορούν μεν να γκρεμίσουν, όχι όμως και να κτίσουν. Αργά ή γρήγορα, λοιπόν, το κίνημα αυτό θα πρέπει να εγκαταλείψει ή τουλάχιστον να αναπροσανατολίσει τις σημερινές ιδέες του περί άμεσης δημοκρατίας. Οι διαδηλωτές οφείλουν, επίσης, να συνειδητοποιήσουν ότι η εκλογική αποχή και η λευκή ψήφος είναι απολύτως ατελέσφορες ως λύσεις.
8. Όποιο σενάριο κι αν επικρατήσει –η βίαιη ή η ειρηνική αλλαγή–, το υπάρχον κομματικό σύστημα θα βγει εντελώς διαφορετικό από την όλη διαδικασία, έστω κι αν επιβιώσουν για λίγους μήνες μερικές από τις υπάρχουσες ταμπέλες και συνθηματολογίες του. Διότι ο «κρατισμός» και οι κομματικοί διορισμοί θα εξαλειφθούν, και το γεγονός αυτό θα επηρεάσει τη δομή των κομμάτων, την πηγή της δύναμής τους ή ακόμη και τη συνθηματολογία που χρησιμοποιούν στις καθημερινές πολιτικές μάχες. Έτσι, προβλέπω ότι η έμφαση του δημόσιου διαλόγου θα μετατοπιστεί στα ζητήματα της μετανάστευσης και της έννομης τάξης, υπό την επιρροή ιδεαλιστικών ή ρεαλιστικών διακηρύξεων δικαιωμάτων.
9. Στην πλειονότητά του, ο λαός δεν έχει συνειδητοποιήσει τη χαώδη κατάσταση της εξωτερικής μας πολιτικής. Οι κίνδυνοι που ενέχουν η πολιτική ισχύος και οι νέες συμμαχίες που διαμορφώνονται σήμερα γύρω μας δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε καν από τους ειδικούς. Ο καινοφανής χαρακτήρας της κατάστασης σημαίνει ότι στο μέλλον οι σοφές αποφάσεις θα εξαρτηθούν από τη διαίσθηση και την εμπειρία. Και οι δύο, όμως, αυτές ιδιότητες απουσιάζουν παντελώς από ένα υπουργείο, που δεν στερείται μόνον κεφαλαίων, αλλά και ιδεών. Δεν βλέπω καμία αχτίδα ελπίδας, εάν δεν αναπροσαρμοστεί άμεσα η πολιτική μας απέναντι σε ένα γείτονα που, ενώ εμείς κοιμόμαστε, αυτός γίνεται όλο και πιο μεγάλος, πιο ισχυρός, πιο επιθετικός!
10. Σε τελευταία και βαθύτερη ανάλυση, όλα τα προβλήματα συνδέονται με τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για την κυβέρνηση. Και, πολιτικά και συνταγματικά, ο άνθρωπος αυτός είναι ο πρωθυπουργός. Η αναποφασιστικότητά του και η διοικητική του ανεπάρκεια υπερτερούν της εντυπωσιακής κινητικότητας του, με αποτέλεσμα να έχουν μειώσει τη δημοτικότητά του στο εσωτερικό και την αξιοπιστία του στο εξωτερικό. Για ποιο λόγο, όμως, το κόμμα του, που δεν στερείται χαρισματικών ανθρώπων, αφήνεται να οδηγηθεί στην ήττα και την ατίμωση; Δεν μπορούν τα μέλη του να καταλάβουν ότι οφείλουν να αντικαταστήσουν τον αρχηγό τους άμεσα (αλλά και με αξιο¬πρέπεια); Κι αν το ίδιο ΠΑΣΟΚ δεν έχει το θάρρος να προβεί σε αυτή τη «βασιλοκτονία», δεν θα έπρεπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ορμώμενος ίσως από μια κοινοβουλευτική ήττα, να προκηρύξει εκλογές; Έτσι τουλάχιστον θα έχουμε την ελπίδα ότι α) θα καθαρίσει η δηλητηριώδης ατμόσφαιρα στην οποία ζούμε σήμερα και β) θα διευκολυνθεί η συναίνεση, καθώς θα απομακρυνθεί από τον πολιτικό βίο μας η διανοητική στειρότητα πολυάριθμων βουλευτών.
Για πόσο ακόμη ο πολιτικός κόσμος, που αποτελεί τη βάση της πυραμίδας του ΠΑΣΟΚ, θα ανέχεται ένα τόσο προσωποκεντρικό και αποτυχημένο σύστημα διακυβέρνησης; Για πόσο ακόμη τα επικοινωνιακά τεχνάσματα θα υπερέχουν της ουσίας; Για πόσο ακόμη ο θνήσκων πολιτικός κόσμος μας θα αποφεύγει την ανανέωση, επιμένοντας να κρατά ζωντανά με τεχνητό τρόπο τα νεκρά του μέλη;
Το μόνο που μπορώ να προβλέψω είναι ότι όσο πιο πολύ καθυστερούμε αυτές τις αλλαγές, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το τίμημα που θα πληρώσουμε!
[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου